- λάλος
- -ο (AM λάλος, -ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, -ά, -όν και λαλόεις, -εσσα, -εν)1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.)2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο ανάβρυσμα κρατεί τού βράχου η νερομάννα», Γρυπ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο λάλοςο θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές, η βοή, η οχλοβοήαρχ.1. αυτός που λαλεί, που ομιλεί («ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι», Λουκιαν.)2. συνεκδ. αυτός που κάνει ομιλητικούς τους ανθρώπους («λάλον Φοίβου ὕδωρ», Ανακρ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λάλονα) φωνή, λαλιά, ομιλίαβ) ύφος λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός τού λαλῶ. Οι τ. λαλιός και λαλόεις είναι ποιητικοί και προήλθαν με μεταπλασμό < λάλος].
Dictionary of Greek. 2013.